- αστραποβόλημα
- αστραποβόλητό τό1) сверкание, вспышка молнии, метание молний; 2) перен. сверкание, сияние;
αστραποβόλημα των ματιών — сверкание глаз;
3) блеск, глянец, лоск
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστραποβόλημα των ματιών — сверкание глаз;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστραποβόλημα — το, ατος το να βγαίνουν από κάπου αστραπές: Μου είχε κάνει εντύπωση το αστραποβόλημα των ματιών των περισσότερων παιδιών της τάξης εκείνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστραποβόλημα — το [αστραποβολώ] 1. η εκπομπή αστραπών 2. η μεγάλη στιλπνότητα, η ακτινοβολία … Dictionary of Greek